μίζερος

μίζερος
-η, -ο
(λ. ιταλ.)
1. άθλιος, φτωχός: Έζησε μίζερος μέσα στη φτώχεια του.
2. ιδιότροπος, γκρινιάρης, φιλάργυρος: Είναι μίζερος στο φαγητό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μίζερος — η, ο (Μ μίζερος, η, ον) 1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός 2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος») 2. (για πράγματα) …   Dictionary of Greek

  • ζοχαδιακός — ή, ό [ζοχάδα] 1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός 2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος …   Dictionary of Greek

  • καρμίρης — ο 1. φιλάργυρος, τσιγκούνης, μίζερος 2. δύστροπος στις πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρί μοιρος < καρί, δοτ. τού Καρ με μτφ. σημ. «τιποτένιος» + μοιρος < μοίρα (πρβλ. δύσ μοιρος, κακό μοιρος)] …   Dictionary of Greek

  • ρημοσκότεινος — η, ο, Ν 1. ο έρημος και σκοτεινός 2. μτφ. άθλιος, μίζερος, δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + σκότεινος] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκούνικος — η, ο επίρρ. α που δίνεται ή γίνεται με τσιγκουνιά, φτωχικός από φιλαργυρία, μίζερος: Τσιγκούνικα ψώνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”